καρατζόβας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καρατζόβας οι καρατζόβες
      γενική του καρατζόβα
    αιτιατική τον καρατζόβα τους καρατζόβες
     κλητική καρατζόβα καρατζόβες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καρατζόβας < Καρατζόβα (τοπωνύμιο) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καρατζόβας αρσενικό

  1. χωρίς καλούς ή λεπτούς τρόπους, χωριάτης, βλάχος, άξεστος
  2. ο ναυτονόμος

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]