καρπιαίος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καρπιαίος < καρπός
Επίθετο[επεξεργασία]
καρπιαίος, -α, -ο
- σχετικός με τον καρπό του χεριού
- σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα