καρπούμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καρπούμενος < μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα του ρήματος καρπούμαι και καρπώνομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
καρπούμενος, η, ο
- που καρπώνεται, επωφελείται
- ...καρπούμενος την απόγνωση και την λαϊκή δυσαρέσκεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καρπούμενος