κατασχέσιμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατασχέσιμος η κατασχέσιμη το κατασχέσιμο
      γενική του κατασχέσιμου της κατασχέσιμης του κατασχέσιμου
    αιτιατική τον κατασχέσιμο την κατασχέσιμη το κατασχέσιμο
     κλητική κατασχέσιμε κατασχέσιμη κατασχέσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατασχέσιμοι οι κατασχέσιμες τα κατασχέσιμα
      γενική των κατασχέσιμων των κατασχέσιμων των κατασχέσιμων
    αιτιατική τους κατασχέσιμους τις κατασχέσιμες τα κατασχέσιμα
     κλητική κατασχέσιμοι κατασχέσιμες κατασχέσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατασχέσιμος < κατάσχω + -ιμος

Επίθετο[επεξεργασία]

κατασχέσιμος

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]