κατσιφάρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατσιφάρα οι κατσιφάρες
      γενική της κατσιφάρας
    αιτιατική την κατσιφάρα τις κατσιφάρες
     κλητική κατσιφάρα κατσιφάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατσιφάρα < κατηφής < αρχαία ελληνική κατηφής

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.t͡siˈfa.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τσι‐φά‐ρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κατσιφάρα θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Ξυδόπουλος, Γεώργιος (2017). Στοιχεία νεοελληνικών διαλέκτων. Αθήνα: Πατάκης, σελ. 16.