κατσούλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κατσούλι | τα | κατσούλια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | κατσούλι | τα | κατσούλια |
κλητική | κατσούλι | κατσούλια | ||
όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατσούλι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κατσούλι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κατσούλι ουδέτερο
- (κρητικά) (ιδιωματικό) γατάκι
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατσούλι < κατσ(ίv) + υποκοριστικό επίθημα -ούλι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κατσούλι ουδέτερο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κατσί
Πηγές[επεξεργασία]
- «κατσούλι» - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669) [μονοτονικό σύστημα]. greek‑language.gr - η Πύλη για την ελληνική γλώσσα (του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας).
Δείτε και τα λήμματα κατσι-, κατσί(ν)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι'
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Κρητικά
- Ιδιωματισμοί (νέα ελληνικά)
- Υποκοριστικά σε -ούλι (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ζωολογία (μεσαιωνικά ελληνικά)