καυστικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καυστικότητα < (καθαρεύουσα) καυστικότης < καυστικός + -ότης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καυστικότητα θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καυστικότητα