κηδευτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κηδευτικός η κηδευτική το κηδευτικό
      γενική του κηδευτικού της κηδευτικής του κηδευτικού
    αιτιατική τον κηδευτικό την κηδευτική το κηδευτικό
     κλητική κηδευτικέ κηδευτική κηδευτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κηδευτικοί οι κηδευτικές τα κηδευτικά
      γενική των κηδευτικών των κηδευτικών των κηδευτικών
    αιτιατική τους κηδευτικούς τις κηδευτικές τα κηδευτικά
     κλητική κηδευτικοί κηδευτικές κηδευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία el[επεξεργασία]

κηδευτικός < κηδεύω + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

κηδευτικός, -ή, -ό

  1. που αφορά ή σχετίζεται με κηδεία
    • νεκρικός, ταφικός
  2. (μεταφορικά) τρομακτικός ή πολύ σοβαρός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]