κλεῖθρον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κλεῖθρον τὰ κλεῖθρ
      γενική τοῦ κλείθρου τῶν κλείθρων
      δοτική τῷ κλείθρ τοῖς κλείθροις
    αιτιατική τὸ κλεῖθρον τὰ κλεῖθρ
     κλητική ! κλεῖθρον κλεῖθρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κλείθρω
γεν-δοτ τοῖν  κλείθροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κλεῖθρον < κλεί(ω) + -θρον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κλεῖθρον, -ου ουδέτερο (συνήθως στον πληθυντικό)

  1. μοχλός για το κλείδωμα της πόρτας
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 7, 1.17
    ἄλλοι δὲ οἳ ἐτύγχανον ἔνδον ὄντες τῶν στρατιωτῶν, ὡς ὁρῶσι τὰ ἐπὶ ταῖς πύλαις πράγματα, διακόπτοντες ταῖς ἀξίναις τὰ κλεῖθρα ἀναπεταννύασι τὰς πύλας, οἱ δ᾽ εἰσπίπτουσιν.
    λίγοι στρατιώτες που έτυχε να βρίσκονται μέσα, μόλις βλέπουν αυτά που γίνονταν κοντά στις πύλες, τις ανοίγουν διάπλατα, αφού πρώτα έκοψαν την αμπάρα με τα τσεκούρια, κι ορμούν κι οι άλλοι μέσα στην πόλη.
    Μετάφραση (1981): Γεώργιος Δ. Ζευγώλης. Αθήνα:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
    ※  2ος↓ αιώνας Λουκιανός, 73, 42 Πλοῖον ἢ Εὐχαί @wikisource @scaife.perseus
    καὶ μὴν καὶ ἐς ὕπνον κατασπᾶν ὁπόσους ἂν ἐθέλω καὶ ἅπασαν θύραν προσιόντι μοι ἀνοίγεσθαι χαλωμένου τοῦ κλείθρου καὶ τοῦ μοχλοῦ ἀφαιρουμένου, ταῦτα ἀμφότερα εἷς δακτύλιος δυνάσθω.
  2. (ανατομία) είσοδος του λάρυγγα
  3. (για λιμάνι) λιμενοβραχίονας
    ※  1ος↑ αιώνας Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη Ἱστορική, 20, 85.4 v.5.p.295, @scaife.perseus
    οἱ δὲ Ῥόδιοι θεωροῦντες τοῦ Δημητρίου τὴν πᾶσαν ἐπιβολὴν οὖσαν ἐπὶ τὸν λιμένα καὶ αὐτοὶ τὰ πρὸς τὴν ἀσφάλειαν τούτου παρεσκευάζοντο. δύο μὲν οὖν ἔστησαν μηχανὰς ἐπὶ τοῦ χώματος, τρεῖς δʼ ἐπὶ φορτηγῶν πλοίων πλησίον τῶν κλείθρων τοῦ μικροῦ λιμένος·
    ※  1ος↑↓ αιώνας Στράβων, Γεωγραφικά, 17.1, 37 @perseus.tufts.edu @wikisource
    ταῦτα μὲν φυσικά, ἐπίκειται δὲ τοῖς στόμασιν ἀμφοτέροις τῆς διώρυγος κλεῖθρα οἷς ταμιεύουσιν οἱ ἀρχιτέκτονες τό τε εἰσρέον ὕδωρ καὶ τὸ ἐκρέον.
    ※  2/3ος↓ αιώνας Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 12, 49 @scaife.perseus, @el.wikisource
    ἡ δὲ τριήρης ἐφ’ ἧς αὐτὸς κατέπλει μέχρι μὲν τῶν κλείθρων τοῦ Πειραιέως προέτρεχεν ἁλουργοῖς ἱστίοις·

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]