κνημαίος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κνημαίος | η | κνημαία | το | κνημαίο |
γενική | του | κνημαίου | της | κνημαίας | του | κνημαίου |
αιτιατική | τον | κνημαίο | την | κνημαία | το | κνημαίο |
κλητική | κνημαίε | κνημαία | κνημαίο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κνημαίοι | οι | κνημαίες | τα | κνημαία |
γενική | των | κνημαίων | των | κνημαίων | των | κνημαίων |
αιτιατική | τους | κνημαίους | τις | κνημαίες | τα | κνημαία |
κλητική | κνημαίοι | κνημαίες | κνημαία | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κνημαίος < (ελληνιστική κοινή) κνημαῖος < κνήμη
Επίθετο[επεξεργασία]
κνημαίος, -α, -ο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κνήμη