κοιλαδογέφυρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοιλαδογέφυρα οι κοιλαδογέφυρες
      γενική της κοιλαδογέφυρας των κοιλαδογεφυρών
    αιτιατική την κοιλαδογέφυρα τις κοιλαδογέφυρες
     κλητική κοιλαδογέφυρα κοιλαδογέφυρες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοιλαδογέφυρα < κοιλάδ(α) + -ο- + γέφυρα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ci.la.ðoˈʝe.fi.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κοι‐λα‐δο‐γέ‐φυ‐ρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοιλαδογέφυρα θηλυκό

  • (νεολογισμός) γέφυρα που διέρχεται άνω από μια κοιλάδα
    ※  Η γεφυροποιία, πάντως, έχει σημαντική ιστορία στην Ελλάδα. Χωρίς να παραγνωρίζει κανείς την τέχνη των μαστόρων των λίθινων γεφυρών, το σύγχρονο κομμάτι της για πολλούς ξεκινά με τις πολύ «τολμηρές» γέφυρες που κατασκευάστηκαν επί εποχής Χαρίλαου Τρικούπη, στο πλαίσιο της ανάπτυξης του σιδηροδρομικού δικτύου. Η λίθινη τοξωτή γέφυρα Μάναρη, η μεγαλύτερη κοιλαδογέφυρα του είδους της στην Ελλάδα, και οι μεταλλικές γέφυρες στον Ασωπό Βοιωτίας και στον Μπράλο, με «άνοιγμα» 80 και 120 μέτρων αντίστοιχα, ήταν εξαιρετικά δείγματα της μηχανικής εκείνης της περιόδου. (Γιώργος Λιάλιος, Τέσσερις γέφυρες – σημεία αναφοράς για το μέλλον, Η Καθημερινή, 3 Ιανουαρίου 2016)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr