κοιτασματολογικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοιτασματολογικός η κοιτασματολογική το κοιτασματολογικό
      γενική του κοιτασματολογικού της κοιτασματολογικής του κοιτασματολογικού
    αιτιατική τον κοιτασματολογικό την κοιτασματολογική το κοιτασματολογικό
     κλητική κοιτασματολογικέ κοιτασματολογική κοιτασματολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοιτασματολογικοί οι κοιτασματολογικές τα κοιτασματολογικά
      γενική των κοιτασματολογικών των κοιτασματολογικών των κοιτασματολογικών
    αιτιατική τους κοιτασματολογικούς τις κοιτασματολογικές τα κοιτασματολογικά
     κλητική κοιτασματολογικοί κοιτασματολογικές κοιτασματολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοιτασματολογικός < κοίτασμα + -λογικός

Επίθετο[επεξεργασία]

κοιτασματολογικός

  • που έχει σχέση με κάποιο κοίτασμα, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]