κοκ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κ.ο.κ., ΚΟΚ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

ακατέργαστος οπτάνθρακας, κοκ
κοκ σε ψυγείο ζαχαροπλαστείου

Ετυμολογία [επεξεργασία]

  1. κοκ < (άμεσο δάνειο) γαλλική coque < λατινική coccum < αρχαία ελληνική κόκκος (αντιδάνειο)
  2. κοκ < (άμεσο δάνειο) γαλλική coke < αγγλική coke

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοκ ουδέτερο άκλιτο

  1. (γλυκό) είδος γλυκίσματος
  2. είδος στερεού καυσίμου που παράγεται από τον λιθάνθρακα
     συνώνυμα: οπτάνθρακας

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]