κοκ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοκ < (άμεσο δάνειο) γαλλική coque < λατινική coccum < αρχαία ελληνική κόκκος (αντιδάνειο)
- κοκ < (άμεσο δάνειο) γαλλική coke < αγγλική coke
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοκ ουδέτερο άκλιτο
- (γλυκό) είδος γλυκίσματος
- είδος στερεού καυσίμου που παράγεται από τον λιθάνθρακα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
κοκ (καύσιμο) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
είδος γλυκίσματος
|
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Γλυκά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)