κολεόσπασμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κολεόσπασμος οι κολεόσπασμοι
      γενική του κολεόσπασμου των κολεόσπασμων
    αιτιατική τον κολεόσπασμο τους κολεόσπασμους
     κλητική κολεόσπασμε κολεόσπασμοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κολεόσπασμος < κολεός + -ο- + σπασμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κολεόσπασμος αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]