κολεόσπασμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κολεόσπασμος αρσενικό
- (ιατρική) μυϊκός σπασμός του κόλπου που μπορεί να προκληθεί από ψυχολογικούς παράγοντες και καθιστά αδύνατη τη συνουσία