κολεόσπασμος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κολεόσπασμος αρσενικό
- (ιατρική) μυϊκός σπασμός του κόλπου που μπορεί να προκληθεί από ψυχολογικούς παράγοντες και καθιστά αδύνατη τη συνουσία