κολοφώνιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κολοφώνιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική colophonium < λατινική colophonia < αρχαία ελληνική κολοφωνία[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ko.loˈfo.ni.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐λο‐φώ‐νι‐ο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κολοφώνιο ουδέτερο
- (χημεία) κίτρινο διαφανές στερεό που προέρχεται από τον διαχωρισμό της με το ρετσίνι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ κολοφώνιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)