κομμουναλισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κομμουναλισμός | οι | κομμουναλισμοί |
γενική | του | κομμουναλισμού | των | κομμουναλισμών |
αιτιατική | τον | κομμουναλισμό | τους | κομμουναλισμούς |
κλητική | κομμουναλισμέ | κομμουναλισμοί | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κομμουναλισμός < γαλλική communalisme < communal < λατινική communalis < communis (κοινός)[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ko.mu.na.liˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κομ‐μου‐να‐λι‐σμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κομμουναλισμός αρσενικό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κομμουναλισμός
→ δείτε τη λέξη κοινοτισμός |
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)