κονσερβατόριο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κονσερβατόριο τα κονσερβατόρια
      γενική του κονσερβατορίου
κονσερβατόριου
των κονσερβατορίων
    αιτιατική το κονσερβατόριο τα κονσερβατόρια
     κλητική κονσερβατόριο κονσερβατόρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κονσερβατόριο < (καθαρεύουσα) κονσερβατόριον, (άμεσο δάνειο) γαλλική conservatoire

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kon.seɾ.vaˈto.ɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κον‐σερ‐βα‐τό‐ρι‐ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κονσερβατόριο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]