ωδείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ωδείο | τα | ωδεία |
γενική | του | ωδείου | των | ωδείων |
αιτιατική | το | ωδείο | τα | ωδεία |
κλητική | ωδείο | ωδεία | ||
όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ωδείο < ὠδεῖον στην καθαρεύουσα < αρχαία ελληνική ᾠδεῖον < ωδή + -είο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ωδείο ουδέτερο
- σχολή όπου διδάσκεται η μουσική
- σπούδασε στο ωδείο Αθηνών
- στην αρχαιότητα, το κτήριο όπου γινόταν η προετοιμασία μουσικών ή θεατρικών παραστάσεων πριν την επίσημη παρουσίασή τους στο θέατρο
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σχολή μουσικής