κοντοσούβλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κοντοσούβλι | τα | κοντοσούβλια |
γενική | του | κοντοσουβλιού | των | κοντοσουβλιών |
αιτιατική | το | κοντοσούβλι | τα | κοντοσούβλια |
κλητική | κοντοσούβλι | κοντοσούβλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοντοσούβλι ουδέτερο
- μικρή σούβλα, με την οποία ψήνουμε κεμπάπ ή γενικότερα μικρά κομμάτια κρέας
- (συνεκδοχικά, γαστρονομία) το κρέας που ψήνεται στη μικρή σούβλα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοντοσούβλι
|