κουζουλάδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουζουλάδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουζουλάδα < κουζουλ(ός) + -άδα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ku.zuˈla.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐ζου‐λά‐δα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουζουλάδα θηλυκό
- (λαϊκότροπο) τρέλα, το φέρσιμο του κουζουλού
- ↪ Όλο τρέλες και κουζουλάδες κάνεις! Σοβαρέψου!
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κουζουλάδα
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουζουλάδα < κουζουλ(ός) + -άδα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουζουλάδα θηλυκό
Πηγές[επεξεργασία]
- κουζουλάδα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άδα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άδα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)