κουζουλάδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουζουλάδα οι κουζουλάδες
      γενική της κουζουλάδας των κουζουλάδων
    αιτιατική την κουζουλάδα τις κουζουλάδες
     κλητική κουζουλάδα κουζουλάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κουζουλάδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουζουλάδα < κουζουλ(ός) + -άδα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ku.zuˈla.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κου‐ζου‐λά‐δα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κουζουλάδα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κουζουλάδα < κουζουλ(ός) + -άδα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κουζουλάδα θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]