κουκλοθίασος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κουκλοθίασος οι κουκλοθίασοι
      γενική του κουκλοθιάσου
κουκλοθίασου
των κουκλοθιάσων
    αιτιατική τον κουκλοθίασο τους κουκλοθιάσους
     κλητική κουκλοθίασε κουκλοθίασοι
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κουκλοθίασος < κούκλ(α) + -ο- + θίασος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ku.kloˈθi.a.sos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κου‐κλο‐θί‐α‐σος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κουκλοθίασος αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr