κρεατέμπορος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κρεατέμπορος οι κρεατέμποροι
      γενική του κρεατέμπορου
κρεατεμπόρου
των κρεατέμπορων
κρεατεμπόρων
    αιτιατική τον κρεατέμπορο τους κρεατέμπορους
κρεατεμπόρους
     κλητική κρεατέμπορε κρεατέμποροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κρεατέμπορος < κρέας, γενική κρέατ(ος), + -έμπορος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kɾe.aˈtem.bo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρε‐α‐τέ‐μπο‐ρος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κρεατέμπορος αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]