κυνολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κυνολογικός < κυνολογ(ία) + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
κυνολογικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κυνολογικός
|