κυνολογικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κυνολογικός η κυνολογική το κυνολογικό
      γενική του κυνολογικού της κυνολογικής του κυνολογικού
    αιτιατική τον κυνολογικό την κυνολογική το κυνολογικό
     κλητική κυνολογικέ κυνολογική κυνολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κυνολογικοί οι κυνολογικές τα κυνολογικά
      γενική των κυνολογικών των κυνολογικών των κυνολογικών
    αιτιατική τους κυνολογικούς τις κυνολογικές τα κυνολογικά
     κλητική κυνολογικοί κυνολογικές κυνολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κυνολογικός < κυνολογ(ία) + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

κυνολογικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]