κωλοφωτιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | κωλοφωτιά | κωλοφωτιές |
γενική | κωλοφωτιάς | κωλοφωτιών |
αιτιατική | κωλοφωτιά | κωλοφωτιές |
κλητική | κωλοφωτιά | κωλοφωτιές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κωλοφωτιά θηλυκό
- το σούρουπο ο κήπος λαμπυρίζει από τις κωλοφωτιές