κόπωσις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κόπωσῐς αἱ κοπώσεις
      γενική τῆς κοπώσεως τῶν κοπώσεων
      δοτική τῇ κοπώσει ταῖς κοπώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κόπωσῐν τὰς κοπώσεις
     κλητική ! κόπωσῐ κοπώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κοπώσει
γεν-δοτ τοῖν  κοπωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κόπωσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κοπόω + -σις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κόπωσις

Πηγές[επεξεργασία]