λαφτσής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λαφτσής < οθωμανική τουρκική ;, στην τουρκική lafçı
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /lafˈt͡sis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λαφ‐τσής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λαφτσής αρσενικό (θηλυκό λαφτσίσσα)
- (ιδιωματικό, Μικρά Ασία), ο φλύαρος, ο πολυλογάς
Συγγενικά[επεξεργασία]
- Λαφτσής (επώνυμο)
Πηγές[επεξεργασία]
- Αναστασιάδης, Βασίλης (1980). "Τουρκικές λέξεις στο Φαρασιώτικο ιδίωμα". Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών. σελ. 92.
Κατηγορίες:
- Επώνυμα που κλίνονται όπως το 'Ραγκαβής' (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)