λιμενίσκιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ λιμενίσκιον τὰ λιμενίσκι
      γενική τοῦ λιμενισκίου τῶν λιμενισκίων
      δοτική τῷ λιμενισκί τοῖς λιμενισκίοις
    αιτιατική τὸ λιμενίσκιον τὰ λιμενίσκι
     κλητική ! λιμενίσκιον λιμενίσκι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λιμενισκίω
γεν-δοτ τοῖν  λιμενισκίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λιμενίσκιον < λιμήν + υποκοριστικό επίθημα -ίσκιον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λιμενίσκιον ουδέτερο

Πηγές[επεξεργασία]