λιμπαντές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λιμπαντές < (άμεσο δάνειο) τουρκική libâde (εσώρουχο που φτάνει μέχρι τα γόνατα, με εσωτερική βαμβακερή ραφή) + -ς [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /li.banˈdes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λι‐μπα‐ντές
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λιμπαντές αρσενικό
- (ιδιωματικό) κοντό εσωτερικό ένδυμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Αγγελική Ράλλη, Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου (Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ], 2017, ISBN 978-960-9789-06-6), σ. 174.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καφές' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)