λογιστική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λογιστική | ||
γενική | της | λογιστικής | ||
αιτιατική | τη | λογιστική | ||
κλητική | λογιστική | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λογιστική < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λογιστική θηλυκό
- (οικονομία, λογιστική) ο κλάδος που εντοπίζει, καταχωρεί, επεξεργάζεται και παρουσιάζει τα οικονομικά γεγονότα οικονομικών μονάδων και στη συνέχεια συντάσσει και αξιολογεί σχετικές αναφορές
- ※ Η λογιστική περιλαμβάνει την καταστιχογραφία, αλλά εκτείνεται πέραν αυτής με την ανάπτυξη προτύπων, την υιοθέτηση Αρχών και την ανάλυση σύνθετων γεγονότων [1]
Υπώνυμα[επεξεργασία]
- αναλυτική λογιστική (κοστολόγηση)
- διοικητική λογιστική
- καταστιχογραφία
- χρηματοοικονομική ή γενική λογιστική
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
λογιστική στη Βικιπαίδεια
Ψευδόφιλες λέξεις[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λογιστική
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
λογιστική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του λογιστικός
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Παπαδέας, Π., 2015. Διοικητική λογιστική, σελ.10. Πρόσβαση 2021-07-31.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' στον ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον ενικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Λογιστική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)