λοφοπλαγιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λοφοπλαγιά οι λοφοπλαγιές
      γενική της λοφοπλαγιάς των λοφοπλαγιών
    αιτιατική τη λοφοπλαγιά τις λοφοπλαγιές
     κλητική λοφοπλαγιά λοφοπλαγιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λοφοπλαγιά < λόφ(ος) + -ο- + πλαγιά

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /lo.fo.plaˈʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λο‐φο‐πλα‐γιά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λοφοπλαγιά θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • λοφοπλαγιάΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)