λυκειακός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λυκειακός η λυκειακή το λυκειακό
      γενική του λυκειακού της λυκειακής του λυκειακού
    αιτιατική τον λυκειακό τη λυκειακή το λυκειακό
     κλητική λυκειακέ λυκειακή λυκειακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λυκειακοί οι λυκειακές τα λυκειακά
      γενική των λυκειακών των λυκειακών των λυκειακών
    αιτιατική τους λυκειακούς τις λυκειακές τα λυκειακά
     κλητική λυκειακοί λυκειακές λυκειακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λυκειακός < λύκειο + -ακός

Επίθετο[επεξεργασία]

λυκειακός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]