λῶδιξ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
λωδῑκ- | ||||||||
ονομαστική | ἡ | λῶδιξ | αἱ | λώδικες | ||||
γενική | τῆς | λώδικος | τῶν | λωδίκων | ||||
δοτική | τῇ | λώδικῐ | ταῖς | λώδιξῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | λώδικᾰ | τὰς | λώδικᾰς | ||||
κλητική ὦ! | λῶδιξ | λώδικες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λώδικε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | λωδίκοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λῶδιξ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λῶδιξ θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) η κουβέρτα, το πανωσκέπασμα, το κουβρλί, το ριχτάρι, το κλινοσκέπασμα, το κλινοκάλυμμα
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- λῶδιξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'φύλαξ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλαξ' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλαξ' θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλαξ' προπερισπώμενα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά προπερισπώμενα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά προπερισπώμενα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις προπερισπώμενες (ελληνιστική κοινή)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)