μάσταξ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | μάσταξ | μάστακε | μάστακες |
Γενική | μάστακος | μαστάκοιν | μαστάκων |
Δοτική | μάστακι | μαστάκοιν | μάσταξι(ν) |
Αιτιατική | μάστακα | μάστακε | μάστακας |
Κλητική | μάσταξ | μάστακε | μάστακες |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μάσταξ θηλυκό
- η μπουκιά, αυτό που μπορεί να μασηθεί
- μάστακα δοῖσα τέκνοισιν
- τα σαγόνια, το στόμα, εκείνο με το οποίο μασάει ο άνθρωπος ή το ζώο
- ἐπί μάστακα χερσὶ πίεζε (έκλεινε το στόμα του με τα χέρια)
- (ελληνιστική ) είδος ακρίδας, εκτός κι αν πρόκειται περί λάθους στη μεταγραφή της λέξης από το πρωτότυπο κείμενο