μαγνητοστατικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία].
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μαγνητοστατικός < μαγνητοστατική, η επιστήμη
Επίθετο
[επεξεργασία]μαγνητοστατικός, ή, ό
- που σχετίζεται με τα φαινόμενα των μόνιμων μαγνητικών πεδίων, με τη μαγνητοστατική
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μαγνητοστατικός