μακροημέρευσις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μακροημέρευσῐς αἱ μακροημερεύσεις
      γενική τῆς μακροημερεύσεως τῶν μακροημερεύσεων
      δοτική τῇ μακροημερεύσει ταῖς μακροημερεύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν μακροημέρευσῐν τὰς μακροημερεύσεις
     κλητική ! μακροημέρευσῐ μακροημερεύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μακροημερεύσει
γεν-δοτ τοῖν  μακροημερευσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μακροημέρευσις < μακροημερ(ω) -σις. Μορφολογικά αναλύεται σε μακρο- + ἡμέρευσις.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μακροημέρευσις, -εως θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις μακρός και ἡμέρα

Πηγές[επεξεργασία]