μακροσκέλης
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μακροσκέλης < μεσαιωνική ελληνική μακροσκέλης < αρχαία ελληνική μακροσκελής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μακροσκέλης αρσενικό
- (ιδιωματικό) αυτός που έχει μακριά σκέλη, ιδίως πόδια
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μακροσκέλης
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μανάβης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)