μακρόσυρτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
.
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
μακρόσυρτος, η, ο
- ο παρατεταμένος, που τραβάει σε μάκρος (συνήθως για ήχους)
- μακρόσυρτο τραγούδι (π.χ. αμανές)
- επίπονη και χρονοβόρα διαδικασία
- (με αρνητική χροιά) που είναι άνευρο, πολύ αργό, που διαρκεί περισσότερο από όσο αρέσει στον σχολιαστή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μακρόσυρτος