μαργραβάτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαργραβάτο < μαργράβ(ος) + -άτο (-άτος)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαργραβάτο ουδέτερο
- (ιστορία) η περιοχή δικαιοδοσίας και εξουσίας του μαργράβου, αντίστοιχη της μαρκιωνίας, καθώς και το αξίωμά του
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαργραβάτο