μαστίγωσις
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μαστίγωσῐς | αἱ | μαστιγώσεις | ||||
γενική | τῆς | μαστιγώσεως | τῶν | μαστιγώσεων | ||||
δοτική | τῇ | μαστιγώσει | ταῖς | μαστιγώσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | μαστίγωσῐν | τὰς | μαστιγώσεις | ||||
κλητική ὦ! | μαστίγωσῐ | μαστιγώσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μαστιγώσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | μαστιγωσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μαστίγωσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μαστιγόω, μαστιγῶ + -σις (-ωσις)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μαστίγωσις, -εως θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη μάστιξ
Πηγές
[επεξεργασία]- μαστίγωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δύναμις' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμις' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμις' θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις προπαροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Δημιουργία λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -σις (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -ωσις (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)