ματαιοφροσύνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ματαιοφροσύνη < μεσαιωνική ελληνική ματαιοφροσύνη < (ελληνιστική κοινή) ματαιόφρων < αρχαία ελληνική μάτη / μάτην + φρήν, μορφολογικά αναλύεται σε ματαιόφρ(ων) + -οσύνη
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ma.te.o.fɾoˈsi.ni/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ματαιοφροσύνη θηλυκό
- (λόγιο) η ιδιότητα και οι ενέργειες του ματαιόφρονα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις ματαιόφρων, μάταιος και φρήν