μεγανθής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μεγανθής | η | μεγανθής | το | μεγανθές |
γενική | του | μεγανθούς* | της | μεγανθούς | του | μεγανθούς |
αιτιατική | τον | μεγανθή | τη | μεγανθή | το | μεγανθές |
κλητική | μεγανθή(ς) | μεγανθής | μεγανθές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μεγανθείς | οι | μεγανθείς | τα | μεγανθή |
γενική | των | μεγανθών | των | μεγανθών | των | μεγανθών |
αιτιατική | τους | μεγανθείς | τις | μεγανθείς | τα | μεγανθή |
κλητική | μεγανθείς | μεγανθείς | μεγανθή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]μεγανθής
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μεγανθής
|