μεσεγγύηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μεσεγγύηση | οι | μεσεγγυήσεις |
γενική | της | μεσεγγύησης* | των | μεσεγγυήσεων |
αιτιατική | τη | μεσεγγύηση | τις | μεσεγγυήσεις |
κλητική | μεσεγγύηση | μεσεγγυήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεσεγγυήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεσεγγύηση < μεσαιωνική ελληνική μεσεγγύησις
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /me.seŋˈɟi.i.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐σεγ‐γύ‐η‐ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μεσεγγύηση θηλυκό
- (νομικός όρος) η μετά από συμφωνία ή η μετά από απόφαση δικαστηρίου ή άλλου οργάνου παράδοση σε τρίτο πρόσωπο επίδικου πράγματος για φύλαξη και για εξασφάλιση αμφισβητούμενων δικαιωμάτων
- συμβατική μεσεγγύηση
- δικαστική μεσεγγύηση
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις μεσεγγυητής, μέσος και εγγύηση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μεσεγγύηση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)