μεσιακάρης
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /me.sçaˈka.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐σια‐κά‐ρης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μεσιακάρης αρσενικό
- (δημοτική) άλλη μορφή του μισακάρης
Οι πρώτοι κάτοικοι του Κολοκουρίου ήταν ντόπιοι μεσιακάρηδες που δούλευαν τα κτήματα του Πασά. («Το Δημοτικό Σχολείο του Σβορώνου», sch.gr, 2010)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- μεσακάρης (θηλυκό μεσακάρισσα)
- μισακάρης
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη μισός
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μεσιακάρης
|
Πηγές
[επεξεργασία]- «μεσακάρης» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία.