μεσοκαλόκαιρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μεσοκαλόκαιρο τα μεσοκαλόκαιρα
      γενική του μεσοκαλόκαιρου των μεσοκαλόκαιρων
    αιτιατική το μεσοκαλόκαιρο τα μεσοκαλόκαιρα
     κλητική μεσοκαλόκαιρο μεσοκαλόκαιρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεσοκαλόκαιρο < μεσο- + καλοκαίρ(ι) + -ο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /me.so.kaˈlo.ce.ro/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐σο‐κα‐λό‐και‐ρο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μεσοκαλόκαιρο ουδέτερο

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]