μεσοπάτωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεσοπάτωμα < μεσο- + πάτωμα ((μεταφραστικό δάνειο) ιταλική mezzanino)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεσοπάτωμα αρσενικό
- όροφος ή χώρος που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο άλλους ορόφους, συνήθως ανάμεσα στον πρώτο όροφο και το ισόγειο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεσοπάτωμα
|