μεσοπόλεμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μεσοπόλεμος | οι | μεσοπόλεμοι |
γενική | του | μεσοπόλεμου & μεσοπολέμου |
των | μεσοπόλεμων & μεσοπολέμων |
αιτιατική | τον | μεσοπόλεμο | τους | μεσοπόλεμους & μεσοπολέμους |
κλητική | μεσοπόλεμε | μεσοπόλεμοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεσοπόλεμος < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική entre-deux-guerres, μεσο- + -πόλεμος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μεσοπόλεμος αρσενικό
- (ιστορία) η χρονική περίοδος μεταξύ δύο πολέμων
- (ειδικότερα) → δείτε τη λέξη Μεσοπόλεμος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μεσοπόλεμος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μεσο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -πόλεμος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)