Μετάβαση στο περιεχόμενο

μεσοπόλεμος

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Μεσοπόλεμος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεσοπόλεμος οι μεσοπόλεμοι
      γενική του μεσοπόλεμου
& μεσοπολέμου
των μεσοπόλεμων
& μεσοπολέμων
    αιτιατική τον μεσοπόλεμο τους μεσοπόλεμους
& μεσοπολέμους
     κλητική μεσοπόλεμε μεσοπόλεμοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μεσοπόλεμος < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική entre-deux-guerres, μεσο- + -πόλεμος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μεσοπόλεμος αρσενικό

  1. (ιστορία) η χρονική περίοδος μεταξύ δύο πολέμων
  2. (ειδικότερα)  δείτε τη λέξη Μεσοπόλεμος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]