μετακομίσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μετακομίσιμος < μετακομίζω + -ίσιμος
Επίθετο
[επεξεργασία]μετακομίσιμος
- που είναι δυνατόν να μετακομιστεί
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μετακομίσιμος
|