μεταπράτηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μεταπράτηση | οι | μεταπρατήσεις |
γενική | της | μεταπράτησης* | των | μεταπρατήσεων |
αιτιατική | τη | μεταπράτηση | τις | μεταπρατήσεις |
κλητική | μεταπράτηση | μεταπρατήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεταπρατήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεταπράτηση < μεταπράτης + -ηση < (ελληνιστική κοινή) μεταπράτης < μεταπιπράσκω < αρχαία ελληνική πιπράσκω / πέρνημι < περάω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *per- (διαπερνώ, διασχίζω)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /me.taˈpɾa.ti.si/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μεταπράτηση θηλυκό
- (λόγιο) η μεταπώληση
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη μεταπράτης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μεταπράτηση
|