μικροχρηματοδότηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μικροχρηματοδότηση οι μικροχρηματοδοτήσεις
      γενική της μικροχρηματοδότησης* των μικροχρηματοδοτήσεων
    αιτιατική τη μικροχρηματοδότηση τις μικροχρηματοδοτήσεις
     κλητική μικροχρηματοδότηση μικροχρηματοδοτήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μικροχρηματοδοτήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μικροχρηματοδότηση < μικρο- + χρηματοδότηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική microfinance)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μικροχρηματοδότηση θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]