μικροχρηματοδότηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μικροχρηματοδότηση | οι | μικροχρηματοδοτήσεις |
γενική | της | μικροχρηματοδότησης* | των | μικροχρηματοδοτήσεων |
αιτιατική | τη | μικροχρηματοδότηση | τις | μικροχρηματοδοτήσεις |
κλητική | μικροχρηματοδότηση | μικροχρηματοδοτήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μικροχρηματοδοτήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μικροχρηματοδότηση < μικρο- + χρηματοδότηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική microfinance)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μικροχρηματοδότηση θηλυκό
- (νεολογισμός) (οικονομία) η χρηματοδότηση με (σχετικά) μικρά ποσά επιχειρήσεων ή επιχειρηματιών, για την ανάπτυξη της επιχείρησής τους
- Η μικροχρηματοδότηση (microfinance, όπως είναι πιο γνωστή ως όρος) συναντάται πρώτη φορά ως πρακτική φορέων στα τέλη της δεκαετίας του '80, συνήθως σε χώρες που αντιμετωπίζουν οικονομικές κρίσεις και η πρόσβαση σε τραπεζικό δανεισμό είναι περιορισμένη. Επί της ουσίας, βοηθάει τους επιχειρηματίες είτε να εκσυγχρονίσουν την επιχείρησή τους είτε να βρουν κάποιο κεφάλαιο για να αναπτύξουν μια ιδέα που έχουν. (*)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μικροχρηματοδότηση