μιναρές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μιναρές | οι | μιναρέδες |
γενική | του | μιναρέ | των | μιναρέδων |
αιτιατική | τον | μιναρέ | τους | μιναρέδες |
κλητική | μιναρέ | μιναρέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μιναρές < (άμεσο δάνειο) τουρκική minare + -ς < αραβική (manāra)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μιναρές αρσενικό
- (ισλαμισμός) πύργος τζαμιού που παραδοσιακά χρησιμοποιείται για το εζάν, το κάλεσμα προσευχής
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καφές' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ς (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ισλαμισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)