μιναρές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μιναρές οι μιναρέδες
      γενική του μιναρέ των μιναρέδων
    αιτιατική τον μιναρέ τους μιναρέδες
     κλητική μιναρέ μιναρέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μιναρές < (άμεσο δάνειο) τουρκική minare + < αραβική (manāra)
Μιναρές με μεγάφωνα τοποθετημένα περιμετρικά.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /mi.naˈɾes/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μιναρές αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]